ισοτροπία

ισοτροπία
Φαινόμενο κατά το οποίο οι ιδιότητες ενός μέσου είναι ανεξάρτητες από τη διεύθυνση προς την οποία εξετάζονται. Για παράδειγμα, τα φωτεινά κύματα στα ισότροπα μέσα διαδίδονται με την ίδια ταχύτητα, η θερμική αγωγιμότητα στα μέσα αυτά είναι η ίδια, όπως επίσης και η ηλεκτρική ειδική αντίσταση. Τα ισότροπα μέσα είναι στο σύνολό τους ομογενή μη κρυσταλλικά σώματα – όπως τα αέρια, τα υγρά και τα υγρά σε υπέρτηξη (γυαλί). Τα κρυσταλλικά σώματα δεν είναι ισότροπα ως προς το σύνολο των ιδιοτήτων τους, αλλά η ι. τους αυξάνει με τη συμμετρία τους. Για παράδειγμα, σε συμμετρικούς κρυστάλλους (αλάτι, διαμάντι κ.ά.) η ελαστικότητα, η αντοχή και οι ηλεκτροπτικές ιδιότητες είναι ανισότροπες, ενώ ο δείκτης διάθλασης, η θερμική διαστολή και η ηλεκτρική αγωγιμότητα είναι ισότροπες ιδιότητες. Οι τελευταίες αυτές ιδιότητες μπορεί να είναι ανισότροπες σε λιγότερο συμμετρικούς κρυστάλλους. Στην περίπτωση ομοιογενών πολυκρυστάλλων, όπου οι ιδιότητες εξετάζονται σε όγκο πολύ πιο μεγάλο από τον όγκο ενός μικροκρυστάλλου, όλες οι ιδιότητες παρουσιάζονται συνήθως ισότροπες.
* * *
η (Α ἰσοτροπία) [ισότροπος]
η ιδιότητα τού ισοτρόπου
αρχ.
ομοιότητα ηθών και τρόπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσότροπος. Ως όρος τής φυσικής είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. isotropie < isotrop- (πρβλ. ισότροπ-ος) + -ie (πρβλ. -ία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ισοτροπία — η φαινόμενο κατά το οποίο ένα σώμα έχει μια ιδιότητα σταθερή ως προς όλες τις μέσα του κατευθύνσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… …   Dictionary of Greek

  • κατάσταση — (Φυσ.). Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στη γενική τους μορφή τα διάφορα σώματα και εξαρτάται έως έναν βαθμό από τις δυνάμεις συνοχής των μορίων τους. Η ύλη γενικά παρουσιάζεται στη φύση σε στερεά, σε υγρή και σε αέρια μορφή. Η στερεά μορφή… …   Dictionary of Greek

  • ομοιοτροπία — η (Α ὁμοιοτροπία) [ομοιότροπος] 1. η ιδιότητα τού ομοιότροπου, το να γίνεται κανείς ή κάτι με όμοιο τρόπο («το πεπτικό σύστημα τών μηρυκαστικών χαρακτηρίζεται από ομοιοτροπία») 2. ομοιότητα ηθών, χαρακτήρα ή τρόπου ζωής νεοελλ. (ορυκτ.) η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”